- λιάσιμο
- το, -ατοςη έκθεση στον ήλιο, το άπλωμα στον ήλιο: Το λιάσιμο της σταφίδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιάσιμο — το [λιάζω III] η έκθεση στο φως και στη θερμότητα τού ήλιου («το λιάσιμο τής σταφίδας») … Dictionary of Greek
ηλίαση — Μορφή θερμοπληξίας που προκαλείται από παρατεταμένη έκθεση του κεφαλιού σε έντονο ήλιο χωρίς κάλυμμα. Είναι συχνή στις τροπικές περιοχές, αλλά δεν είναι σπάνια και στα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Συμβαίνει κυρίως σε εξασθενημένα άτομα και… … Dictionary of Greek
ηλίασμα — και ήλιασμα, το [ηλιάζω] το λιάσιμο, η έκθεση στις ηλιακές ακτίνες … Dictionary of Greek
ηλιαστήριο — το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω] νεοελλ. ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας αρχ. 1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος 2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί … Dictionary of Greek
προσηλίαση — η, Ν 1. η έκθεση στον ήλιο, το λιάσιμο 2. αστρον. η στροφή προς τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλίασις, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek
ήλιασμα — το βλ. λιάσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιάστρα — η συσκευή για το λιάσιμο των καρπών: Απλώσαμε τα σύκα στη λιάστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)